- σισυριγχίον
- σισυριγχίον, τό, ein Pollengewächs, dessen Polle süß war
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σισυριγχίου — σισυριγχίον Barbary nut neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισυρίγχιο — το / σισυριγχίον, ΝΑ βοτ. νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη, με 80 περίπου είδη ποών που απαντούν στην Αμερική και στις Δυτικές Ινδίες αρχ. το ποώδες φυτό ίριδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek